- υδροθάλαμος
- ο, Νθάλαμος τού ατμολέβητα, στον οποίο διοχετεύεται το νερό που πρόκειται να μεταβληθεί σε ατμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + θάλαμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… … Dictionary of Greek